Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοπέλα
3 εγγραφές [1 - 3]
κοπέλα η.
  • 1) Νεαρή κόρη, κοπέλα:
    • (Ερωτόκρ. Α´ 1720).
  • 2) Θεραπαινίδα, υπηρέτρια:
    • εισέρχεται κι η ρήγισσα με μία της κοπέλα (Ευγέν. 866).
  • 3) Αγαπητικιά, ερωμένη:
    • η κοπέλα σου όταν σε περιλάβει, φιλεί … και λέγει σε ότι αυτή αγαπά σε (Σπαν. (Ζώρ.) V 372
    • κοπέλα τ’ Άρη ήτον (ενν. η Αφροδίτη) ποτέ; (Πιστ. βοσκ. IV 7, 95).

[αβέβ. ετυμ. Η λ. στο Meursius και σήμ.]

κοπελάκι το.
  • Παιδάκι· νεαρός:
    • αρσενικά τα γέννησεν αυτά τα κοπελάκια (Χούμνου, Κοσμογ. 1322· Πιστ. βοσκ. IV 8, 84).

[<ουσ. κοπέλι + κατάλ. άκι. Η λ. στο Somav.]

κοπελάτα τα.
  • Τρέλες της νεότητας:
    • των νεών τα κοπελάτα (Σαχλ. N 86).

[<ουσ. κοπέλι + κατάλ. άτα. Λ. κοπελάτα η στο Somav.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες