Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κονσέρβα
1 εγγραφή
κονσέρβα η· κοσέρβα· κουσέρβα.
  • (Ναυτ.) ομάδα καραβιών που πλέουν μαζί ώστε να αλληλοπροστατεύονται, νηοπομπή:
    • (Διήγ. πανωφ. 58).

[<βεν. conserva. Η λ. και σήμ. (Σεγδίτσας)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες