Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κονοστάβλος ο· κοντόσταβλος· κοντοστάβλος.
-
- 1) Ανώτατος αξιωματικός (αξιωματικός τρίτος στην στρατιωτική ιεραρχία μετά τον πρωτοστάτορα και τον μεγάλο στρατοπεδάρχη):
- εποίκεν τον κοντόσταβλον των Ιεροσολύμων (Μαχ. 2148‑9).
- 2) Aρχηγός στόλου, ναύαρχος:
- μέγαν κονοστάβλον του στόλου (Δούκ. 41511).
[<μεσν. λατ. conestabulus. Οι τ. από επίδρ. του βεν. contestabile. Η λ. και ο τ. κοντο‑ στο Meursius (λ. κονοσταύλος, κοντοσταύλος)]
- 1) Ανώτατος αξιωματικός (αξιωματικός τρίτος στην στρατιωτική ιεραρχία μετά τον πρωτοστάτορα και τον μεγάλο στρατοπεδάρχη):