Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κολοκύνθιον
1 εγγραφή
κολοκύνθιον το· κολοκύθι· κολοκύνθι· κολοκύνθιν.
  • Κολοκύθι:
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1384), (Στάθ. Γ´ 413).
  • Η λ. και πληθ. κολοκύθια ως τοπων.:
    • (Πορτολ. Α 29510, 21521).

[<ουσ. κολοκύνθη + κατάλ. ιον. Ο τ. θι στο Meursius (ίθη) και σήμ. Τ. κολογκύθιν σήμ. ποντ. Η λ. τον 6. αι.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες