Epitome of the Kriaras Dictionary

Go

Search options

Basket

Results for: κολοβώνω
1 item total
κολοβώνω.
  • Μετριάζω:
    • η … Θεού πρόνοια … άμποτες να κολοβώσει τα επισειόμενα καθ’ ημών κακά (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 16946 (έκδ. ήσει)).

[αρχ. κολοβόω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go