Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κολλέγιον το· κολλέγιο.
-
- Ανώτατο συμβούλιο, δικαστικό σώμα:
- πρίντσιπες και κολλέγιο … εκάμανε κονσέγιο (Τζάνε, Κρ. πόλ. 39915).
[μτγν. ουσ. κολλήγιον. Η λ. στο Meursius. Ο τ. και σήμ.]
- Ανώτατο συμβούλιο, δικαστικό σώμα: