Επιτομή Λεξικού Κριαρά
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κοιλία η· κοιλιά.
-
- 1)
- α) Κοιλιά:
- είχεν την κοιλίαν παχείαν (Ασσίζ. 18316)·
- στην κοιλιά της μάννας των … τα παιδιά (Διακρούσ. 906)·
- β) το περιεχόμενο της κοιλιακής χώρας:
- κοιλιές, αντεροσύκωτα έξω απού το σώμα (Διακρούσ. 8022)·
- γ) στομάχι:
- η κοιλιά μου ηυκαίρησεν από την αφαγίαν (Προδρ. I 259)·
- δ) σωθικά· ψυχή:
- είχε το φαρμάκι μέσα εις την κοιλίαν του φυλαμένον κατά του πατριάρχου (Ιστ. πατρ. 1308-9)·
- ε) έκφρ. κοιλία Άδου = ο κάτω κόσμος:
- (Σπανός A 137).
- α) Κοιλιά:
- 2) (Προκ. για πλοίο) ύφαλα:
- στην κοιλίαν του καραβιού, στον βρόμον εκατέβη (Απολλών. 620).
- 3) Διάρροια:
- (Χρον. Μορ. H 8202)·
- Εις άνθρωπον από ψύχρας να έχει κοιλίαν να πηγαίνει αίμα (Ιατροσ. κώδ. σλς´ (έκδ. κίλλην)).
[αρχ. ουσ. κοιλία. Ο τ. και σήμ.]
- 1)
- κοιλιακός, επίθ.
-
- Σχετικός με την κοιλιά και τα έντερα:
- κοιλιακῴ νοσήματι (Δούκ. 40731).
- Το ουδ. ως ουσ. = δυσεντερία· διάρροια:
- το κοιλιακόν τούς εκόλλησε κι επόθαναν οι Φράγκοι (Χρον. Μορ. P 7206· Ασσίζ. 1825).
[μτγν. επίθ. κοιλιακός. Η λ. και σήμ.]
- Σχετικός με την κοιλιά και τα έντερα:
- κοιλιάντερα τα,
- βλ. κοιλάντερα.
- κοιλιάρης, επίθ.· ουδ. κοιλιάριν.
-
- Που έχει μεγάλη κοιλιά:
- χοντρός και κοιλιάρης (Ερμον. Δ 236).
[<ουσ. κοιλιά + κατάλ. ‑άρης. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ποντ.]
- Που έχει μεγάλη κοιλιά: