Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοίταγμα
1 εγγραφή
κοίταγμα το.
  • Μορφή, θωριά:
    • λέει οπού ακούει λόγια Θεού, ος κοίταγμα του ικανού κοιτάζει (Πεντ. Αρ. XXIV 4).

[<κοιτάζω + κατάλ. μα. Πβ. λ. σμα στο Somav. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες