Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλυδωνισμός ο.
-
- 1) Θαλασσοταραχή, φουρτούνα:
- (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 146).
- 2) Αναστάτωση, ψυχική αναταραχή:
- ψυχής κλυδωνισμόν (Λίβ. Sc. 2597).
[μτγν. ουσ. κλυδωνισμός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Θαλασσοταραχή, φουρτούνα: