Επιτομή Λεξικού Κριαρά
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλοτσιά η· γλοτσά· κλοτσά· κλοτσέα· κλοτσία.
-
- Χτύπημα με το πόδι, κλοτσιά:
- με μια γλοτσά την πόρτα τση ν’ ανοίξω (Φορτουν. Δ´ 154).
[<κλοτσώ + κατάλ. ‑ιά. Ο τ. γλοτσά και σήμ. κρητ. Ο τ. ‑ά στο Βλάχ. (‑τζά) και σήμ. Ο τ. ‑έα και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Somav. (‑τζιά) και σήμ.]
- Χτύπημα με το πόδι, κλοτσιά:
- κλοτσιάρης, επίθ.
-
- Που έχει τη συνήθεια να κλοτσά:
- Περί πουλήσεως ζώων σκληρών και κλοτσιαραίων (Βακτ. αρχιερ. 176).
[<ουσ. κλοτσιά + κατάλ. ‑άρης. Η λ. στο Somav. (‑τζ‑) και σήμ.]
- Που έχει τη συνήθεια να κλοτσά: