Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλιτός
1 εγγραφή
κλιτός, επίθ.
  • 1) Γονατιστός, σκυφτός, γερτός:
    • κλιτή σε δέομαι (Σκλέντζα, Ποιήμ. 311
    • δένδρον … είχεν κλιτούς τους κλώνους (Λόγ. παρηγ. O 535
    • φλάμπουρα κλιτά (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1886).
  • 2)
    • α) Ταπεινός, φοβισμένος· κατηφής, θλιμμένος:
      • τα παρακάλια τα κλιτά (Ερωφ. Χορ. γ´ 442· Β´ 110
      • έχει το πρόσωπο κλιτό, τ’ αμμάτια θαμπωμένα (Ερωφ. Γ´ 62
    • β) υπάκουος:
      • να ’σαι κλιτός και ταπεινός, προθυμερός στο Θεό σου (Θυσ. 1002).
  • 3) Απλωμένος, απλωτός·
    • (πιθ. μεταφ.) δυνατός:
      • έβγαλέ μας ο Κύριος από την Αίγυφτο με χέρα δυνατή και με βραχιόνα κλιτή (Πεντ. Δευτ. XXVI 8).

[<κλίνω. Η λ. τον 4. αι. και σήμ. γραμμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες