Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλειδότρυπα
1 εγγραφή
κλειδότρυπα η.
  • Κλειδαρότρυπα:
    • (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 461).

[<ουσ. κλειδί + τρύπα. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες