Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλαύμα
1 εγγραφή
κλαύμα το· κλάημα· κλάμα(ν)· κλιάμα.
  • Κλάμα, θρήνος:
    • Εβγάνουν κλάηματα πολλά, βρυχούνται από καρδίας (Ιμπ. 518).

[αρχ. ουσ. κλαύμα. Ο τ. κλάμα στο Meursius και σήμ. Οι τ. κλάμαν και κλιάμα και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες