Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλαστώδης, επίθ.
-
- (Προκ. για τόπο) «κομματιασμένος»· ανώμαλος:
- Ο τόπος ετούτος … ένι κλαστώδης τόπος και ουδέν ένι διά πόλεμον κάμπος πλατύς (Χρον. Μορ. H 6968).
[<μτγν. επίθ. κλαστός + κατάλ. ‑ώδης]
- (Προκ. για τόπο) «κομματιασμένος»· ανώμαλος: