Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλήδονας ο.
-
- Eίδος μαντικού παιχνιδιού, κλήδονας:
- (Nαθαναήλ Mπέρτου, Στιχοπλ. I 148).
[αρχ. ουσ. κληδών με αναβιβ. του τόνου. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]
- Eίδος μαντικού παιχνιδιού, κλήδονας: