Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλέφτικος
1 εγγραφή
κλέφτικος, επίθ.
  • 1) Δόλιος, απατηλός:
    • είν’ κιόλας ψεύτικη και κλέφτικ’ η καρδιά της (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1180]).
  • 2) Παράνομος, απαγορευμένος:
    • πρέπον δεν είναι να γυρεύγεις αγάπην κλέφτικην (αυτ. Α´ [277]).

[<επίθ. κλεφτικός (Βλάχ., Δημ.) <αρχ. κλεπτικός (L‑S, Lampe). Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες