Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κινστέρνα η· γιστέρνα.
-
– Βλ. και στέρνα.
- Δεξαμενή νερού, στέρνα:
- κινστέρνα … έχουσα κρουνούς (Rechenb. 641)·
- νερόν να πίνει από γιστέρνα, διότι ένι στητικόν (Xρον. Mορ. P 8201).
[<λατ. cisterna. Τ. κιστ‑ στον Ησύχ.· βλ. και Lampe. Ο τ. τον 11. αι. (LBG), στο Meursius (γη‑) και σήμ. ιδιωμ. (Meyer, NS III 30, Andr., λ. κιστ‑). Τ. γλιστ‑ στο Βλάχ. (γλη‑). Η λ. τον 6. αι. (L‑S Suppl., λ. κιστ‑· βλ. και Meursius)]
- Δεξαμενή νερού, στέρνα: