Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κιλιούρης ο.
-
- Εισπράκτορας φόρων:
- έβαλεν πολλούς κιλιούρηδες και εκλέξαν πολλά καρτσά (Μαχ. 62012).
[<παλαιότ. γαλλ. cueilleor (Dawkins) ή coïlleor (Kahane, GR II 100)]
- Εισπράκτορας φόρων:



