Επιτομή Λεξικού Κριαρά
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κηρός ο.
-
- 1) Κερί (ως ακατέργαστη ύλη):
- (Βίος Αλ. 57).
- 2) Λαμπάδα:
- συ δε ουδέ φόλιν κέκτησαι, … να αγοράσεις καν κηρούς εις την απόκαρσίν σου (Προδρ. IV 97).
[αρχ. ουσ. κηρός]
- 1) Κερί (ως ακατέργαστη ύλη):
- κηροστούπιν το.
-
- Κερωμένο στουπί:
- (Προδρ. II 53).
[<ουσ. κηρός + στουπίν. Τ. κεροστούπι, κ.ά., σήμ. ιδιωμ.]
- Κερωμένο στουπί: