Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κερδαίνω
1 εγγραφή
κερδαίνω· κερδαίννω· μτχ. παρκ. κερδαιμένος.
  • Α´ Μτβ.
    • 1) Αποκομίζω κέρδη:
      • των πραγμάτων τό ένι επάνω της θαλάσσης να κερδαίνουσιν (Ασσίζ. 4528).
    • 2) Κατορθώνω, πετυχαίνω:
      • ο θάνατος πλακώνει σε κι απόκει τι κερδαίνεις; (Ριμ. κόρ. 675).
    • 3) Αποκτώ:
      • την κόρην κέρδαισε τήν σε υπεσχέθην ο Έρως (Λίβ. (Lamb.) N 493).
    • 4) Κληρονομώ:
      • τα παιδιά της γυναικού κερδαίνουν τα όλα … ως παιδία και κληρονόμοι αυτής (Ελλην. νόμ. 5781).
    • 5) Κατέχω, κυριεύω:
      • τον κόπον όπου εκόπιασεν να κερδαιθεί ο Μορέας (Χρον. Μορ. H 2457).
    • 6) Παίρνω με το μέρος μου:
      • γίνεται μεγάλη … ταραχή τις να κερδαίσει την ψυχή εκείνη (Αποκ. Θεοτ. II 38).
    • 7) Απολαμβάνω:
      • εσύ την βασιλείαν σου μόνος σου κέρδαισέ την· μόνος σου ζήσε (Φλώρ. 1095).
    • 8) Ξεπερνώ, νικώ:
      • τη μάνητά σου την πολλή σήμερο να κερδαίσει (Ερωφ. Δ´ 364).
    • 9) Σώζω:
      • διά τον κόπον σου κερδαίνεις την ψυχήν σου (Ιστ. Βλαχ. 2046).
  • Β´ Αμτβ.
    • 1) Αποκομίζω κέρδος:
      • ένας τον άλλον έβλεπε τις πλέον να κερδαίσει (Ιστ. Βλαχ. 567).
    • 2) Υπερισχύω, νικώ:
      • εχάσαν οι λογαριασμοί, τα σφάλματα εκερδαίσα (Ερωτόκρ. Γ´ 1284
      • να κερδαίσει ο Ρώκριτος όλοι επαρακαλούσα (Ερωτόκρ. Β´ 2350).
  • Φρ.
  • 1) Κερδαίννω τη ζωή (μου) = βγάζω τα έξοδά μου:
    • (Κυπρ. ερωτ. 7814).
  • 2) Κερδαίνω τη μάχη ή τον πόλεμο = νικώ:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4071).
  • 3) Κερδαίνω το ζήτημα = νικώ σε δικαστικό αγώνα:
    • (Ασσίζ. 1078).
  • 4) Κερδαίνω τους κόπους μου = ανταμείβομαι για τις προσπάθειές μου:
    • (Ερωτόκρ. Β´ 629).
  • Η μτχ. παρκ. ως ουσ. και επίθ. = νικητής· νικηφόρος:
    • εμάλωσε για λόγου τως κι εβγήκε κερδαιμένος (Ερωτόκρ. Ε´ 70
    • ήρτεν η αρμάδα … κάτεργα ξ´ . Τα ποία ήρταν κερδαιμένα από την Μάκρην (Βουστρ. M 1635).
  • [αρχ. κερδαίνω. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

    < Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες