Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κεραμίδι(ν) το.
-
- Κεραμίδι:
- τα κεραμίδια ελύθησαν, το στέγος εσαπρώθη (Προδρ. I 77).
[παλαιότ. ουσ. κεραμίδιον (4. αι., L‑S) <αρχ. ουσ. κεραμίς + κατάλ. ‑ιον. Η λ. (‑ι) και σήμ.]
- Κεραμίδι: