Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κελιώτης
1 εγγραφή
κελιώτης ο.
  • Ακόλουθος άρχοντα, υπασπιστής:
    • (Ψευδο-Σφρ. 26424).

[<ουσ. κελίον + κατάλ. ώτης. Η λ. τον 5. αι.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες