Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κελίον το· κελί· κελίν· κελλίν.
-
- 1) Ιδιαίτερο δωμάτιο, κάμαρα:
- να μηδέν έχει κελίν, ιστίαν ή πυρομάχον (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2381).
- 2) Δωμάτιο μοναχού, ιερωμένου:
- πατριαρχικόν θείον κελίον (Κώδ. Χρονογρ. 5711).
- Η λ. και οι τ. ως τοπων.:
- (Ψευδο-Σφρ. 25822), (Στάθ. Γ´ 315), (Ιστ. πολιτ. 5417), (Μαχ. 63432 (Κελλία)).
[<ουσ. κέλλα + κατάλ. ‑ίον. Ο τ. ‑ί και σήμ. Ο τ. κελλίν και σήμ. κυπρ. Η λ. τον 4. αι.]
- 1) Ιδιαίτερο δωμάτιο, κάμαρα: