Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καῦχος
2 εγγραφές [1 - 2]
καύχος (I) ο,
βλ. καύκος.
καύχος (II) το.
  • Καύχηση:
    • (Χρον. Μορ. H 5555).

[<καυχώμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες