Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καύκα
4 εγγραφές [1 - 4]
καύκα η· καύχα.
  • Ερωμένη:
    • Όπου επάρει γυναίκα εις το οσπίτιν του …, ότι εάν μιγεί μετ’ αυτής να λογισθεί ως καύκαν του (Ελλην. νόμ. 55526· Μαχ. 21818).

[<ουσ. καυκίον + κατάλ. α. Ο τ. στο Du Cange (λ. χος) και σήμ. κυπρ. Η λ. («κούπα») σε Γλωσσάρ. (Du Cange, λ. κος), στο Meursius («ερωμένη») και σήμ. ιδιωμ.]

καυκαλίδας ο· καυχαλίδας.
  • Eλαφρόμυαλος:
    • (Mπερτολδίνος 148).

[<ουσ. καύκαλο + κατάλ. ίδας]

καυκάλιον το.
  • «Κούπα», ποτήρι·
    • (εδώ) «κρασοβόλι»:
      • ίσως σε και καυκάλιον ο μοναχός ποτίσει (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1658· 1294).

[<ουσ. καύκαλον + κατάλ. ιον. Για τη λ. βλ. L‑S., Lampe, Meursius, Du Cange (λ. καύκος). Τ. κάλ(λ)ι(ν) σήμ. ιδιωμ.]

καύκαλον το· καύκαλο· καύχαλο(ν).
  • 1) Κρανίο, κεφάλι:
    • τα καύκαλα με τους μυαλούς (Διακρούσ. 10310
    • μάθε να μιλείς καλά γή σπω το καύκαλό σου (Στάθ. Γ´ 234).
  • 2) (Συνεκδ.) το άτομο:
    • να πάρεις πέντε πέντε ξάγια για το καύκαλο (Πεντ. Αρ. III 47).
  • 3) Το ξεροψημένο πάνω μέρος της πίτας ή του ψωμιού:
    • εις το καύκαλον της πίτας (Χρησμ. (Βέης) 137).
  • 4) Το πάνω μέρος του υποδήματος που σκεπάζει τον ταρσό και το μετατάρσιο του ποδιού:
    • τα ποδηματίτσια της χρυσά διακεντισμένα, τα καύχαλα ήσαν χυμευτά κι οι πτέρνες με τους λίθους (Διγ. Esc. 1496 κριτ. υπ).
  • 5) Όστρακο (χελώνας):
    • (Παράφρ. Χων. 190).
  • Η λ. ως τοπων.:
    • (Βουστρ. 1188).

[<ουσ. καύκα ή ος ή ίον + κατάλ. αλον. Η λ. σε Σχολ. (L‑S). Ο τ. ο και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες