Επιτομή Λεξικού Κριαρά
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατορθωμάκιν το.
-
- Κατόρθωμα:
- μικρόν κατορθωμάκιν (Παρασπ., Βάρν. C 368).
[<ουσ. κατόρθωμα(ν) + κατάλ. ‑άκιν. Η λ. σχηματ. ανώμαλα από μετρ. αν.]
- Κατόρθωμα:
- κατόρθωμα(ν) το.
-
- 1) Δύσκολο έργο· ανδραγαθία:
- πολύν κατόρθωμα εποίει η νηστεία (Σπαν. A 518)·
- τα κατορθώματα του πατρός σου, πόσους Ρωμαίους εσκότωσεν (Διγ. Άνδρ. 32712).
- 2) Kαλή πράξη:
- Υιέ, των κατορθωμάτων σου η αγάπη ένι το κρείττον (Διδ. Σολομ. P 146).
[αρχ. ουσ. κατόρθωμα. Η λ. (‑α) και σήμ.]
- 1) Δύσκολο έργο· ανδραγαθία: