Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατόπαρδος
1 εγγραφή
κατόπαρδος ο· γατόπαρδος.
  • Είδος αιλουροειδούς, γατόπαρδος:
    • (Διήγ. παιδ. 888).

[<ουσ. κάτος + πάρδος. Πβ. και κατσίπαρδος, κατσουλόπαρδος. Ο τ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες