Epitome of the Kriaras Dictionary
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κατσίκι το.
-
- Κατσίκι:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [511]), (Σπανός A 470).
[<ουσ. κατσικόν (Georgacas 1982: 148-150 σημ.) + κατάλ. ‑ι. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Κατσίκι:
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[<ουσ. κατσικόν (Georgacas 1982: 148-150 σημ.) + κατάλ. ‑ι. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |