Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατσίκι
1 εγγραφή
κατσίκι το.
  • Κατσίκι:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [511]), (Σπανός A 470).

[<ουσ. κατσικόν (Georgacas 1982: 148-150 σημ.) + κατάλ. ι. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες