Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατορθωμάκιν
1 εγγραφή
κατορθωμάκιν το.
  • Κατόρθωμα:
    • μικρόν κατορθωμάκιν (Παρασπ., Βάρν. C 368).

[<ουσ. κατόρθωμα(ν) + κατάλ. άκιν. Η λ. σχηματ. ανώμαλα από μετρ. αν.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες