Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατευόδωσις
1 εγγραφή
κατευόδωσις η.
  • Καλή έκβαση, επιτυχία:
    • (Μαχ. 15031).

[<κατευοδώ(νω) + κατάλ. σις. Η λ. σε Γλωσσάρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες