Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατεπάνω, επίρρ.· καταπάνου· καταπάνω.
-
- 1) Εναντίον κάπ.:
- εγυρίσανε καταπάνω των Τουρκών (Χρον. σουλτ. 739).
- 2) (Προκ. για εξουσία) πάνω σε κάπ.:
- (Σουμμ., Ρεμπελ. 167).
- 3) Σχετικά με κ. ή κάπ.:
- του έδωσαν κάθε εξουσίαν να κρίνει την υπόθεσιν καταπάνου του λαού (Σουμμ., Ρεμπελ. 183).
[<πρόθ. κατά + επίρρ. επάνω. Ο τ. κατα‑ και σήμ. Η λ. στο Du Cange]
- 1) Εναντίον κάπ.: