Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καταχύνω.
-
- Ρίχνω κάτω, σκορπίζω:
- τα μάτια της δάκρυα καταχύνουν (Λίβ. N 3573)·
- τα δ’ άλλα με τους πόδας σου σκορπάς και καταχύνεις (Διήγ. παιδ. 137).
[<πρόθ. κατά + χύνω. Η λ. σε Γλωσσάρ.]
- Ρίχνω κάτω, σκορπίζω: