Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατατσακίζω.
-
- I. Ενεργ.
- 1) Κομματιάζω κ.:
- να καθυβρίζουν τους σταυρούς, να τους κατατσακίζουν (Ανακάλ. 65).
- 2) Αθετώ, καταπατώ:
- γυνή τον νόμον τον παλαιόν εκατατσάκισέν τον (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1973).
- 3) Δέρνω, ξυλοκοπώ:
- κοπανισμένοι και κατατσακισμένοι εγύρισαν εις την βασίλισσαν (Μπερτόλδος 26).
- 1) Κομματιάζω κ.:
- II. Μέσ.
- 1) Συντρίβομαι:
- αν σήμερον οι ελπίδες μου δεν κατατσακιστούσι ως το γιαλί (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [25])·
- έφυγον εντροπιασμένοι και κατατσακισμένοι (Εγκ. αγ. Δημ. 109166).
- 2) Tαπεινώνομαι:
- (Χριστ. διδασκ. 442).
- 1) Συντρίβομαι:
[<πρόθ. κατά + τσακίζω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.