Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατασβολώνω.
-
- Ντροπιάζω κάπ. υπερβολικά:
- εκοπάνισέ μας (ενν. ο Γάδαρος), ανόητους μας έδειξε κι εκατασβόλωσέ μας (Γαδ. διήγ. 530).
[<κατασβολώ (12. αι.) <πρόθ. κατά + ασβολώ]
- Ντροπιάζω κάπ. υπερβολικά:



