Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταπιάνω
1 εγγραφή
καταπιάνω.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Κυριεύω:
      • Από τα πάθη γροικάσαι καταπιασμένος (Πηγά, Χρυσοπ. 271 (65)).
    • 2) «Ξεσκεπάζω», φανερώνω (πράξεις κάπ.):
      • (Σαχλ. N 285).
    • 3) Αρχίζω:
      • θέλω να το σκολάσω τούτο το αφηγούμενο, άλλο να καταπιάσω (Χρον. Μορ. P 1200).
  • II. Μέσ.
    • 1) Επιχειρώ:
      • δε θα με νικήσει όστις μ’ εμέν καταπιαστεί διά να πολεμήσει (Διγ. O 1672).
    • 2) Συνδέομαι φιλικά ή ερωτικά:
      • μηδέν καταπιαστούμεν με τους ευγενικότερους (Αιτωλ., Βοηβ. 38).
    • 3) Τακτοποιούμαι:
      • (Θρ. Κύπρ. 845).
    • 4) Μπλέκομαι:
      • τα κλαδία των δένδρων ήσαν ωσάν καταπιασμένα ένα με το άλλον (Διγ. Άνδρ. 37426).

[<πρόθ. κατά + πιάνω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. στο μέσ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες