Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταντῶ
1 εγγραφή
καταντώ· μτχ. παρκ. καταντημένος.
  • Α´ Αμτβ.
    • 1)
      • α) Φτάνω (σε τόπο):
        • εν τῃ νήσῳ Λέσβῳ κατηντήσαμεν (Δούκ. 4156
      • β) φτάνω (κάπου) για να ζήσω, καταφεύγω:
        • Μέσα στα δάση θεν να καταντήσω (Κυπρ. ερωτ. 341
      • γ) φτάνω (χρονικά):
        • εις τα τέλη των αιώνων κατηντήσαμεν (Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι XIV 2).
    • 2) Οδηγούμαι, καταλήγω, περιέρχομαι σε μια κατάσταση:
      • εις γήρας κατηντήσαμεν (Βίος Αλ. 1152).
    • 3) Γίνομαι:
      • γίνηκες δειλός … και βρέφος εκατήντησες (Θησ. Β´ [54]).
    • 4) Κατορθώνω:
      • οι διαλαλητάδες ουδέν καταντούν … να έχουν μαρτυρίαν περί πάντων των πραγμάτων τών πωλούν (Ασσίζ. 19719).
  • Β´ Μτβ.
    • 1) Φτάνω (σε τόπο):
      • τόπον κατηντήσαμεν γλυκύν ελευθερίας (Λίβ. (Lamb.) N 768).
    • 2) «Πετυχαίνω» (ειρων.):
      • θάνατον κατηντήσα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 53025).
    • 3) Καθιστώ:
      • χώρας μεγάλης δέσποιναν σε θέλω καταντήσει (Λίβ. Esc. 3302).

[μτγν. καταντάω. Βλ. και κατανταίνω, καταντίζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες