Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταμουσκεύω
1 εγγραφή
καταμουσκεύω· καταμοσκεύω.
  • Βρέχω κ. πολύ:
    • (Θησ. ΙΑ´ [97]).

[<πρόθ. κατά + μουσκεύω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες