Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταμαδῶ
1 εγγραφή
καταμαδώ.
  • Μαδώ εντελώς:
    • Tα πτερά του δε έκβαλε και κατεμάδισέ το (ενν. το πουλίν) (Κορων., Μπούας 32).

[<πρόθ. κατά + μαδώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες