Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατακόπτω· κατακόβγω· κατακόβω· κατακόφτω.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) Κόβω κ., κομματιάζω:
- (Ιερακοσ. 4915)·
- (μεταφ.):
- οι πόνοι σου κρατούσι την καρδιάν μου και κατακόπτουσιν αυτήν (Κομν., Διδασκ. Δ 29)·
- β) σπάζω κ.:
- όντεν … ο βορράς αδυνατά φουσκώσει και κατακόψει τσι κορφές (ενν. των δένδρων) (Ερωτόκρ. Β´ 1804).
- α) Κόβω κ., κομματιάζω:
- 2) Κατασφάζω, διαμελίζω:
- εκατακόψανε τους ελεεινούς χριστιανούς (Χρον. σουλτ. 13312)·
- κατεκόπης μεληδόν υπό βαρβάρων χείρας (Διγ. Z 425).
- 3) Καταστρέφω:
- είς άνθρωπος … να σκοτώσει τον εχθρόν του … ή κατακόψει τον αμπελώναν του (Ασσίζ. 8518)·
- (μεταφ.):
- ο θάνατος … κατέκοψεν αυτού νεότητος το κάλλος (Διγ. Z 4477).
- 4) Δέρνω, χτυπώ:
- αν από τα αναστενάγματα εσώπαζεν η κόρη, πάλιν εκατακόβγασι τα χέρια της το στήθος (Λίβ. N 3085)·
- (μεταφ.):
- φυσιωμένοι άνεμοι και κατακόπτουσίν την (ενν. τη θάλασσα) (Θησ. Η´ [33]).
- 5) Βασανίζω:
- εκείνου εκατεκόπτετον ο νους του από τους πόνους (Λίβ. (Lamb.) N 59).
- 1)
- II. Μέσ.
- 1) Σκοτώνομαι, σφάζομαι:
- μετ’ αύτους να κατακοπούν εις συμπλοκάς πολέμου (Γεωργηλ., Βελ. Λ 268).
- 2) (Μεταφ.) φιλονικώ, μαλώνω:
- εάν καθίσωσιν τρεις ή τέσσαρες άνθρωποι ποιήσαι παράκλησιν μετά αγάπης, ει μη σκανδαλισθώσιν και κατακοπώσιν (Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι IX 117 (έκδ. ‑κόπωσιν)).
- 3) Θρηνώ· υποφέρω, βασανίζομαι:
- ηρξάμην κατακόπτεσθαι, γίνεται θρήνος μέγας (Λίβ. Sc. 1414).
- 1) Σκοτώνομαι, σφάζομαι:
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1)
- α) Κομμένος, κομματιασμένος:
- Αν δεν ποίσω το έλμον σου όλον κατακομμένον (Πόλ. Τρωάδ. 2693)·
- β) οδοντωτός:
- ακρωτήριν κατακομμένον ωσάν νησία (Πορτολ. Α 12313).
- α) Κομμένος, κομματιασμένος:
- 2) Πληγωμένος:
- οι Παμφλαγόνιοι ήλθαν κατακομμένοι και λαβωμένοι εις θάνατον (Πόλ. Τρωάδ. 10944).
- 3) Θλιμμένος· βασανισμένος, ταλαιπωρημένος:
- Tόσο θλιμμένες (ενν. οι αρχόντισσες) … όλο κατακομμένες (Θησ. Β´ [155]).
- 1)
[αρχ. κατακόπτω. Οι τ. ‑κόβγω και ‑κόφτω και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ‑κόβω και σήμ.]
- I. Ενεργ.