Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατακοπτά
1 εγγραφή
κατακοπτά τα.
  • Είδος σχιστού ρούχου που είναι κομμένο σε λογής σχήματα:
    • (Πουλολ. 643
    • πολλοί φορούν μεταξωτά, βελούδα, … πάσα λογής κατακοπτά (Γεωργηλ., Θαν. 583 (έκδ. κατά‑)).

[ουδ. του επιθ. *κατακοπτός (<κατακόπτω) στον πληθ. ως ουσ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες