Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατακεντῶ
1 εγγραφή
κατακεντώ.
  • 1) Κατατρυπώ:
    • κατακέντησον ουν τας φύσκας μετά βελόνης (Ορνεοσ. αγρ. 53413).
  • 2) Κατακαίω·
    • (σε μεταφ.) κάνω κάπ. να υποφέρει:
      • Μα ’στιά θα μπει στου λόγου σου για να κατακεντά σε (Τζάνε, Κατάν. 173).

[αρχ. κατακεντέω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες