Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταβόθρα
1 εγγραφή
καταβόθρα η.
  • Βάραθρο, γκρεμός:
    • (Θησ. Γ´ [271]).

[<πρόθ. κατά + ουσ. βόθρος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες