Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατάχαμα, επίρρ.
-
- Πάνω στο έδαφος, καταγής:
- εκάθετον κατάχαμα (Χούμνου, Κοσμογ. 1334).
[<πρόθ. κατά + επίρρ. χαμαί με επίδρ. των επιρρ. σε ‑α. Η λ. και σήμ.]
- Πάνω στο έδαφος, καταγής: