Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατάστασις ‑ση η· κατάστηση.
-
- 1) Εγκατάσταση (σε αξίωμα), τοποθέτηση:
- (Σφρ., Xρον. 613 κριτ. υπ).
- 2)
- α) Το πώς υπάρχει κάπ. ή κ., ο τρόπος με τον οποίο υφίσταται:
- ειρηνικήν κατάστασιν της εκκλησίας (Δούκ. 36527)·
- β) υπόσταση:
- ποταπής λογής και καταστάσεως έναι ο διδάσκαλος (Σοφιαν., Παιδαγ. 101).
- α) Το πώς υπάρχει κάπ. ή κ., ο τρόπος με τον οποίο υφίσταται:
- 3)
- α) Σύνθεση, σύσταση:
- εις την κατάστησή του (ενν. του λαδιού αλείμματος άγιου) να μη κάμετε σαν αυτό (Πεντ. Έξ. XXX 32)·
- β) μορφή:
- γίνεται ωσάν πραγματευτής …, αλλάσσει την κατάστασιν, το χρώμαν και την όψιν (Λίβ. Sc. 1712).
- α) Σύνθεση, σύσταση:
- 4) (Πληθ.) εργασία, δουλειές:
- τσι κατάστασές του είχε τελειώσει (Λεηλ. Παροικ. 357).
- 5) Συμφωνία, συνθήκη:
- Μετά δε την μάχην και τον πόλεμον εγένετο κατάστασις (Πανάρ. 716).
- 6) Οργανωμένη τάξη, «κοινωνία»:
- έναι μία κατάστασις εις τους ουρανούς μεγαλύτερη παρά τον κόσμον (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 23r).
[αρχ. ουσ. κατάστασις. Η λ. (‑ση) και σήμ.]
- 1) Εγκατάσταση (σε αξίωμα), τοποθέτηση: