Επιτομή Λεξικού Κριαρά
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατάρτι το· ?καταρίτιον· κατάρτιν.
-
- Κατάρτι:
- (Βυζ. Ιλιάδ. 421).
[μτγν. ουσ. κατάρτιον. Η λ. και σήμ.]
- Κατάρτι:
- καταρτίζω.
-
- 1) Ετοιμάζω, κατασκευάζω:
- σκηνάς και κατοικίας εκατήρτισαν (Ερμον. Ε 208).
- 2) Kτίζω, ιδρύω:
- Κατηρτίσθη η Κωνσταντινούπολις εν έτει ‚εωλη´ (Χρονολ. πίν. βασ. 74).
[αρχ. καταρτίζω. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ετοιμάζω, κατασκευάζω: