Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάνυξις
1 εγγραφή
κατάνυξις ‑ξη η.
  • Βαθειά συγκίνηση· συντριβή της καρδιάς:
    • με κατάνυξιν ψάλλουν (Παϊσ., Ιστ. Σινά 637
    • έπεσες εις κατάνυξιν και προσπέφτεις (Διγ. Άνδρ. 38310‑1).

[μτγν. ουσ. κατάνυξις. Η λ. (ξη) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες