Epitome of the Kriaras Dictionary
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κατάμαυρος, επίθ.
-
- Πολύ μαύρος, ολόμαυρος:
- κατάμαυρα οφρύδια (Διγ. Z 1484).
[<πρόθ. κατά + επίθ. μαύρος. Η λ. και σήμ.]
- Πολύ μαύρος, ολόμαυρος:
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[<πρόθ. κατά + επίθ. μαύρος. Η λ. και σήμ.]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |