Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάμαυρος
1 εγγραφή
κατάμαυρος, επίθ.
  • Πολύ μαύρος, ολόμαυρος:
    • κατάμαυρα οφρύδια (Διγ. Z 1484).

[<πρόθ. κατά + επίθ. μαύρος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες