Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάματα
1 εγγραφή
κατάματα, επίρρ.· κατάμματα.
  • Ακριβώς πάνω στα μάτια:
    • έδωκέν του κατάμματα και ετύφλωσέ τον (Μαχ. 1023).

[<πρόθ. κατά + ουσ. μάτι. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες