Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάκρισις
1 εγγραφή
κατάκρισις ‑ση η.
  • 1) Κατηγορία, μομφή, αποδοκιμασία:
    • (Σπαν. (Μαυρ.) P 323
    • ουδέ γαρ φέρειν δύναμαι τας τούτων (ενν. των δανειστών) κατακρίσεις (Προδρ. III 286· Βέλθ. 92).
  • 2) (Προκ. για δικαστήριο) καταδίκη:
    • (Ελλην. νόμ. 5263
    • Ένοχος είν’, κατάκρισις και θάνατος του πρέπει! (Ζήν. Δ´ 284).

[μτγν. ουσ. κατάκρισις. Η λ. (ση) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες