Επιτομή Λεξικού Κριαρά
629 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κάτα η· κάττα.
-
- 1) Γάτα:
- (Σπανός A 335).
- 2) Ονομασία πολιορκητικής μηχανής:
- (Μαχ. 4846).
[<μεσν. λατ. catta. Βλ. και γάτα. Η λ. σε σχόλ. (L‑S, ‑ττα), στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. γάττα)]
- 1) Γάτα:
- κατά, πρόθ.
-
- 1) Εναντίον:
- (Κορων., Μπούας 84).
- 2) Απέναντι, αντίκρυ:
- (Φυσιολ. B 68).
- 3) (Κάπου) κοντά (σε κ.), σε κάπ. μέρος:
- (Ορνεοσ. αγρ. 5263).
- 4)
- α) Ως προς, σε σχέση με:
- να τον φυλάξει ο Θεός και κατά των εχθρών του (Ιστ. Βλαχ. 480)·
- τιμητική ηυρίσκετον, φρόνιμη κατά πάντα (Χρον. Τόκκων 1128)·
- β) (για όρκο):
- ορκώ σε κατά του Χριστού (Χρον. Μορ. H 7543).
- α) Ως προς, σε σχέση με:
- 5) Διαμέσου:
- Οι πραγματευτάδες οπού υπάσιν κατά της θαλάσσης (Ασσίζ. 5029).
- 6) Κατά τη διάρκεια:
- πότισον αυτόν κατά πρωί (Σταφ., Ιατροσ. 364).
- 7)
- α) Σύμφωνα με, ανάλογα με:
- κατά τον ορισμόν του σουλτάνου εσύναξαν μερικούς (Ιστ. πατρ. 801)·
- ο καθείς απολαμβάνει κατά τα έργα του (Διγ. Άνδρ. 40817)·
- β) όπως:
- έδωκέ τους … εισσοδέματα του πασανού κατά του εφάνην (Μαχ. 2634)·
- γ) όμοια με …:
- κάστρον του ευεργέτησεν κατά κληρονομίας (Χρον. Τόκκων 1591)·
- μέλανες προσεγένοντο κατά την χρόαν λίθων (Βίος Αλ. 4281).
- α) Σύμφωνα με, ανάλογα με:
- Εκφρ.
- 1) Κατά ακρίβειαν = ακριβώς:
- (Έκθ. χρον. 205).
- 2) Κατά αλήθειαν = αληθινά:
- (Κορων., Μπούας 128).
- 3) Κατά πάσαν ανάγκην = αναγκαστικά:
- (Διγ. Άνδρ. 39526).
- 4) Κατά βίας = βίαια:
- (Βακτ. αρχιερ. 154).
- 5) Καθ’ εαυτόν = μέσα μου (σου …):
- (Διγ. Gr. 3406).
- 6) Κατ’ έπος = με λόγια:
- (Διγ. Gr. 1845).
- 7) Κατ’ ιδίαν, κατ’ ιδίας = ιδιαιτέρως, χωριστά:
- (Διγ. Z 1762), (Χρον. Μορ. H 6352).
- 8) Κατά καιρόν = πότε πότε, κατά εποχές:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1923).
- 9) Κατά λόγον = λέξη προς λέξη:
- (Λίβ. Sc. 474).
- 10) Κατά μέρη = ένα κομμάτι κάθε φορά:
- (Ιερακοσ. 4429).
- 11) Κατά μέρος = ένα προς ένα, λεπτομερειακά:
- (Καλλίμ. 645).
- 12) Κατά νουν = στο μυαλό κάπ.:
- (Σπαν. A 13).
- 13) Κατ’ όνομαν = ονομαστικά:
- (Ασσίζ. 21921).
- 14) Κατά τέχνην = (πιθ.) με μαγικό τρόπο:
- (Βίος Αλ. 538).
- 15) Κατά της ώρας, κατά την ώραν =
- (α) αμέσως, εκείνη τη στιγμή:
- (Ιστ. Βλαχ. 786, 406)·
- (β) στην ώρα, ακριβώς:
- (Ερωτοπ. 617)·
- (γ) κάθε στιγμή:
- (Διακρούσ. 762).
[αρχ. πρόθ. κατά. Η λ. και σήμ.]
- 1) Εναντίον:
- κατάβα το· κατάβαν· κατέβα.
-
- Κατέβασμα:
- Τούτο το ανάβα το γοργόν έχει και οξύν κατάβαν (Γλυκά, Στ. 363).
[β´ πρόσ. εν. προστ. αορ. του καταβαίνω ως ουσ. Ο τ. ‑τέ‑ και σήμ. κυπρ. H λ. το 10. αι. (Soph.)]
- Κατέβασμα:
- καταβάλλω.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) Ρίχνω:
- (Φυσιολ. 35024)·
- β) παραδίδω:
- Αδύνατον εις δυνατού χείρας μη καταβάλλεις (Σπαν. O 127)·
- γ) κατεβάζω χαμηλά:
- αυτούς ούς προβιβάζει δε (ενν. η τύχη) τάχιστα καταβάλλει (Βίος Αλ. 3898)·
- δ) φρ. καταβάλλω κάπ. εις οργήν = εξοργίζω κάπ.:
- (Πτωχολ. α 732).
- α) Ρίχνω:
- 2)
- α) Νικώ, υπερνικώ, ταπεινώνω:
- ο θάνατος τα πάντα καταβάλλει (Αχιλλ. N 1820)·
- η σοφία σου γαρ πάντας καταβάλλει γουν φρονίμους (Ερμον. Α 291)·
- β) εξευτελίζω, προσβάλλω:
- (Διήγ. παιδ. 464), (Αλεξ. 664).
- α) Νικώ, υπερνικώ, ταπεινώνω:
- 3) Παραμερίζω, παραγκωνίζω:
- (Ιστ. Βλαχ. 1342).
- 4) Κατηγορώ, διαβάλλω:
- να σου καταβάλω άδικα την καλήν σου γυναίκα (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 426).
- 1)
- II. (Μέσ.) ταπεινώνομαι:
- (Χριστ. διδασκ. 367).
[αρχ. καταβάλλω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.
- κατάβαλμα το.
-
- Κατηγορία, συκοφαντία, διαβολή:
- (Σπαν. (Ζώρ.) V 353).
[<καταβάλλω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Βλάχ.]
- Κατηγορία, συκοφαντία, διαβολή:
- καταβάνω.
-
- Μαρτυρώ, καταδίδω:
- να θέλεις στον αφέντη μου να πα με καταβάνεις (Φορτουν. Α´ 383).
[<καταβάλλω]
- Μαρτυρώ, καταδίδω:
- καταβαπτίζω.
-
- I. (Ενεργ.) περιλούζω, καταβρέχω:
- καταβαπτισθείς (ενν. ο τύραννος) υπό του οίνου (Δούκ. 38117).
- II. (Μέσ.) βυθίζομαι·
- (εδώ σε μεταφ.):
- μη καταβαπτίζεσθαι βυθῴ της αγνωσίας (Γλυκά, Στ. 7).
- (εδώ σε μεταφ.):
[μτγν. καταβαπτίζω]
- I. (Ενεργ.) περιλούζω, καταβρέχω:
- καταβάπτω.
-
- 1) Βυθίζω κ. σε κ. πέρα για πέρα, καταβυθίζω:
- τα ξίφη των … εκατέβαψαν εις τούτον (ενν. τον Έκτορα) (Ερμον. Υ 275).
- 2) Χρωματίζω κ. εντελώς:
- αφ’ των θεριών τα αίματα είναι καταβαμμένα (ενν. τα ρούχα) (Διγ. O 1376).
[μτγν. καταβάπτω]
- 1) Βυθίζω κ. σε κ. πέρα για πέρα, καταβυθίζω:
- καταβαρής, επίθ.
-
- Πολύ βαρύς:
- σώμα καταβαρές (Δούκ. 28525).
[μτγν. επίθ. καταβαρής]
- Πολύ βαρύς:
- κατάβαρον το· κατάβαρο.
-
- Υπερβολικό βάρος· φταίξιμο:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [572]).
[<πρόθ. κατά + ουσ. βάρος]
- Υπερβολικό βάρος· φταίξιμο: